- αρτίχυτος
- ἀρτίχυτος, -ον (Α)1. ο μόλις χυμένος2. φρ. «ἀρτίχυτος μαζός» — ο μαστός που τώρα μόλις αρχίζει να βγάζει γάλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτιχύτοιο — ἀρτίχυτος just poured masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιχύτοις — ἀρτίχυτος just poured masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιχύτων — ἀρτίχυτος just poured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιχύτῳ — ἀρτίχυτος just poured masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek